Εκδήλωση τιμής και μνήμης στον Comandante en Jefe

Εκδήλωση τιμής και μνήμης στον Comandante en Jefe

της Κουβανικής Επανάστασης, Φιδέλ Κάστρο Ρους,

για τα 8 χρόνια από τον θάνατό του

 

 

 

Ομιλία της Σαπφώς Διαμάντη, μέλους του ΔΣ του Συνδέσμου

 

Άφησε μέσα τους άλλους να ξαναπερνάνε τις λεπτομέρειες και βγήκε να πάρει αέρα, να λαγαρίσει το κεφάλι του. Η νύχτα είναι ζεστή και υγρή, σχεδόν όπως η μέρα, περασμένες τέσσερις. Πάει πέρα δώθε στην αυλή, σιάζει με τον δεξή του δείκτη τα γυαλιά στη ράχη της μύτης του. Τ’ αγόρασε το απόγευμα περνώντας απ’ τη Σάντα Κλάρα, στο δρόμο απ’ την Αβάνα για εδώ. Μες στην απόλυτη σιγή, μια κουκουβάγια φτερουγίζει αλαφιασμένη κι εκείνος αναβλέπει. Η ματιά του πέφτει στα υποτιθέμενα κοτέτσια. Κρύβουν τα αμάξια που θα τους μεταφέρουν σε λίγο. Τον πιάνουν τα γέλια. Εμ, χωρίς φαντασία, παρανομία δε γίνεται! Συνοφρυώνεται. Δεν ξέρει τι θα γίνει αύριο κι αυτό τον τρώει. Όλη μου η ζωή ως τώρα κύλησε για να με φέρει σε τούτο το μεταίχμιο, μονολογεί. Τα μικράτα στο Μπιράν, όχι μακριά από δω, οι βουτιές στο ποταμάκι όταν φούσκωνε, οι κότες που παραμόνευε πιτσιρικάς με το πιστολάκι του και τον κυνηγούσε ο πατέρας, η παρέα με τα παιδιά των Αϊτινών εργατών γης στη φυτεία, - αντίβαρο στην αστική κουλτούρα. Το σχολειό, που δεν τ’ άρεσε, αντάρτης γεννημένος, πού να τον κάνουν ζάφτι οι Ιησουίτες στο Σαντιάγο. Και το γυμνάσιο, στην Αβάνα πια, ο νους του κι ο λογισμός του στο μπάσκετ, το μπέιζμπολ, το ποδόσφαιρο. Χαμογελάει καθώς αναθυμάται κάτι χαμένα γκολ. Από τότε μου έμεινε η αγάπη για την μπάλα. Με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, πάει απ’ το πηγάδι στο χαγιάτι και πίσω πάλι. Το στοιχείο μου το βρήκα τελικά όταν γράφτηκα στη Νομική. Πολιτικοποιημένοι φοιτητές, οργανώσεις που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Αναμίχθηκε αμέσως στο φοιτητικό κίνημα, όπου οι ιδεολογικές ζυμώσεις εναλλάσσονταν με βιαιότητες. Εκεί αφυπνίστηκε η πολιτική του συνείδηση, τα αντιιμπεριαλιστικά και πατριωτικά του αισθήματα, εξαιτίας της επεμβατικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Καραϊβική και ειδικά της νεοαποικιακής κυριαρχίας τους στην Κούβα. Συντάχθηκε με τον Τσιμπάς. Αεικίνητος, δεν τον χωρούσε ο τόπος, άρχισε τις τρέλες, όπως τις είπαν μερικοί. Όπως θα πουν κι αυτό που θα κάνουμε αύριο, σκέφτεται. Πρώτα η απόπειρα υπονόμευσης του Τρουχίλιο μαζί με κάτι Δομινικάνους. Ύστερα το επεισόδιο με την καμπάνα του Δεκαετούς Πολέμου. Τον ξαναπιάνουν τα γέλια. Το πουκάμισο κολλάει στην πλάτη του, στρατιωτικό, αφού θα φοράνε όλοι στολές του στρατού, να συντείνουν στον αιφνιδιασμό. Την άλλη χρονιά στην Κολομβία, με τις ταραχές του περίφημου Μπογοτάσο. Ανυπότακτος, όλο δίψα για γνώση και για δράση. Στις συγκεντρώσεις σύντομα έλεγαν για τη ρητορική του δεινότητα και τα ηγετικά του χαρίσματα. Τόσο το καλύτερο, αφού είχε πια γίνει μαρξιστής λενινιστής. Δίχως να λογαριάζει την καταστολή, κατήγγελλε δημόσια τις κοινωνικές, οικονομικές και φυλετικές ανισότητες, αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος. Η εμπέδωση των ιδεών του Μαρτί μαζί με τις νεοαποκτημένες μαρξιστικές θέσεις τον έκαναν να ταυτιστεί με την υπόθεση του λαού. Γιατί διάβαζε, διάβαζε. Απ’ όλα έχω διαβάσει, έλεγε μέσα του. Αναγνώστης αδηφάγος, όπως θα τον πει αργότερα ο φίλος του ο Γκάμπο. Η λατρεία του τυπωμένου χαρτιού. Απ’ τον Αννίβα, τον Μεγαλέξανδρο και τον Καίσαρα στον Κάρλος Μανουέλ δε Σέσπεδες, τον Μάξιμο Γκόμες και τον Αντόνιο Μασέο, περνώντας απ’ τον Μπολίβαρ, τον Σαν Μαρτίν, τον Μπενίτο Χουάρες… Και λογοτεχνία, πολλή, απ’ τον Ρομαίν Ρολλάν, τον Ανατόλ Φρανς και τον Μπαλζάκ, ως τον Τσβάιχ, τον Ντοστογέφσκι και τον Χέμινγουεϋ, περνώντας απ’ την Ιλιάδα. Και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το Κεφάλαιο, όλος ο Χοσέ Μαρτί, μερικά απ’ τα αναγνώσματά του… Κι ύστερα πτυχίο και διδακτορικό μα δεν είχε το νου του στο δικηγορικό γραφείο, αλλά στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Ώσπου ήρθε το πραξικόπημα. Η αποστασιοποίηση απ’ το Ορθόδοξο Κόμμα μετά τον χαμό του Τσιμπάς, οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη για την παραβίαση του συντάγματος απ’ τον Μπατίστα, βεβαίως αναπάντητες. Τότε ήταν που άρχισα να συλλαμβάνω το σχέδιο ανατροπής του με τα όπλα, αναλογίζεται. Η ένοπλη εξέγερση ως ύψιστη μορφή του λαϊκού αγώνα. Η ειρηνική εναλλακτική είναι αδιέξοδη. Πρέπει να δώσουμε στο λαό μας ό,τι του στερούν, υγεία, μόρφωση, δουλειά. Και προπαντός αξιοπρέπεια. Κοντοστέκεται, ανακλαδίζεται, ν’ αποτινάξει την κούραση, τη νύστα. Ένα κερεκετέ τιτιβίζει κάπου μες στα χαμόδεντρα, χαρούμενο με τη λεία του. Και το σχέδιο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Να τιμήσουμε τον Απόστολο στην εκατονταετηρίδα της γέννησής του. Να καταλάβουμε ένα νευραλγικό κέντρο κοντά σε σημαντική πόλη, να εξεγερθεί μια ολόκληρη Επαρχία, να κηρυχθεί γενική απεργία. Η στρατηγική του βασίστηκε στις ιδέες του Μαρτί και του Μαρξ, να ξεκινήσει ο ένοπλος αγώνας κατά της δικτατορίας, να καταστραφεί ο μηχανισμός της ολιγαρχικής αστικής φιλοϊμπεριαλιστικής εξουσίας, να προκύψει ένα λαϊκό επαναστατικό κίνημα και η χώρα να οδεύσει στην οριστική κατάκτηση της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Κι έτσι φτάσαμε σήμερα εδώ, ξανασκέφτεται. Στη Βίλια Μπλάνκα που τη νοικιάσαμε δήθεν για πτηνοτροφείο! Μας βολεύει όμως για ορμητήριο, χωμένη μες στο πράσινο, τίποτα ένα γύρω, και τόσο κοντά στο στόχο. Άσε πια το ξεροπήγαδο με τα όπλα. Και την τσίγκινη λεκάνη που την κάναμε γλάστρα με λουλούδια και τη βάλαμε από πάνω. Τώρα τους αποκάλυψα το σχέδιο, διαβάσαμε και το Μανιφέστο μας, και το ποίημα. Κορόνα γράμματα θα το παίξουμε αύριο, και τους το ‘πα, μπορεί να νικήσουμε ή να νικηθούμε, μα όπως και να ‘χει, το κίνημα θα θριαμβεύσει. Δεν θα είναι το τέλος, μα η αρχή. Το σχέδιο είναι φιλόδοξο, παράτολμο, ριψοκίνδυνο, ε, δεν έχουμε και στρατιωτική πείρα. Μα το στρώσαμε, πρέπει να δράσουμε γρήγορα, πριν πλακώσει η αεροπορία, είναι και το καρναβάλι, με λίγη τύχη θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Τ’ αστέρια πήραν να χλομιάζουν, ένας βασιλικός φοίνικας πιο πέρα, με τον κορμό του ν’ ασημίζει στο σκοτάδι, αναδεύει το θύσανό του, συμφωνεί. Μέσα το γλεντάνε, τους ακούω, τ’ αγόρια βοηθάνε τα δυο κορίτσια να σιδερώσουν τις στολές. Πάει τεσσερισήμισι, ώρα να φεύγουμε. Δεν ξέρει τι θα γίνει αύριο. Τώρα. Μα είναι αποφασισμένος όσο για τίποτα ποτέ. Δεν ξέρει πως με τις πρώτες μπαταριές του αποτυχημένου τελικά αιφνιδιασμού η Ιστορία θα γκρεμίσει τα τείχη της για να τον αφήσει να περάσει. Δεν ξέρει, δεν μπορεί να ξέρει, πως μ’ εκείνο το αύριο θα γίνει θρύλος, θα γράψει εποποιία και θ’ αλλάξει τελικά τις τύχες της πατρίδας του. Δεν ξέρει πως η υφήλιος θα τον αναγνωρίζει με το μικρό του όνομα.

 

Είναι 27 χρονών τούτο το ξημέρωμα της 26ης Ιουλίου του 1953. Και τούτη την ώρα τον νοιάζει μόνο το σχέδιο. Και τα επακόλουθά του. Ισιώνει τους ώμους, τινάζει ψηλά το κεφάλι, στέκεται, τους κοιτάζει ίσια στα μάτια και φωνάζει Σύντροφοι, ελευθερία ή θάνατος! …y grita ¡Compañeros, libertad o muerte!