ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΚΟΥΒΑΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΙΑΣ & ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΝΔΡΕΑ
ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ,
ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ «ΑΛΚΙΟΝΙΣ»
ΑΘΗΝΑ, 9.10.2017
Η σκέψη, σε στιγμές όπως η τωρινή, με αφορμή τα 50 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε, πηγαίνει σ’ όλους και όλες, τα εκατομμύρια των εξεγερμένων της εποχής μας και της ιστορίας ολόκληρης που δεν δίστασαν να θυσιάσουν και τη ζωή τους για μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία για όλους.
Όμως ο Τσέ, στη δικιά μας τουλάχιστον εποχή, ξεχώρισε χάρη στα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, το συνδυασμό του αυθορμητισμού και της βαθιάς μελέτης, την πρωτοβουλία και την ικανότητα ένταξης στα πιο πρωτοπόρα τμήματα του λαού όπου κατάφερνε να καθοδηγεί και να μαθαίνει, να αφομοιώνει τα πιο προοδευτικά στοιχεία, στοιχεία που έβγαιναν μέσα από τη λαϊκή πάλη.
Ο Τσε μπροστά στα προβλήματα οικονομικά, κοινωνικά, που όπως είναι φυσικό, εμφανίστηκαν μετά τη νίκη της Κουβανικής Επανάστασης, μέσα στα πλαίσια του σκληρού ταξικού αγώνα και στην προσπάθεια απόκρουσης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, μπόρεσε να διαμορφώσει μια δική του άποψη για βασικές πλευρές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Οι ιδέες του για την οικονομία, το κράτος και το κοινωνικό υποκείμενο, το συνειδητό εργαζόμενο–επαναστάτη, το δημιουργό της καινούργιας κοινωνίας, διατηρούν και σήμερα τη μεγάλη τους σημασία.
Οι ιδέες αυτές προέκυψαν τόσο από τη μαρξιστική ανάλυση της κουβανικής πραγματικότητας, όσο και από τη μελέτη των θεωρητικών και πρακτικών εξελίξεων και διαπάλης στη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
Ο Τσε ήταν ένα αδέσμευτο πνεύμα. Η μόνη του δέσμευση ήταν η επανάσταση, η προσφορά με κάθε τρόπο στην ανάπτυξη επαναστατικής συνείδησης, της επαναστατικής διαδικασίας. Η δέσμευση αυτή, ξεκινώντας από ένα εφηβικό ρομαντισμό, αναπτύχθηκε μέσα από τη συμμετοχή του στην Κουβανική Επανάσταση, μέσα στην οργανωμένη πάλη με την καθοδήγηση του Φιντέλ Κάστρο, μέσα στη γοργή μετατροπή της επανάστασης από αντιιμπεριαλιστική σε σοσιαλιστική.
Μπαίνοντας με τον Φιντέλ και τους άλλους συντρόφους μέσα στη Γκράνμα, πολεμώντας στο Κογκό και στη Βολιβία, ο Τσε είχε απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου.
Το μήνυμά του στην «Τρικοντινετάλ», που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1967, έξι μήνες πριν το θάνατό του, τελειώνει με τα παρακάτω λόγια:
Αν εμείς, σε ένα μικρό μέρος του παγκόσμιου χάρτη, αποδειχτούμε ικανοί να επιτελέσουμε το καθήκον μας και θέσουμε στη διάθεση αυτής της πάλης οτιδήποτε μας είναι επιτρεπτό να δώσουμε: τις ζωές μας, τη θυσία μας· και αν κάποτε πρέπει να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή σε κάποια γη, που θα είναι πια δικιά μας αφού θα έχει ποτιστεί με το αίμα μας, τότε μάθετε ότι έχουμε μετρήσει καλά το μπόι μας και πως πιστεύουμε πως δεν είμαστε παρά μόνο ένα κομμάτι του μεγάλου στρατού του προλεταριάτου. Είμαστε ωστόσο περήφανοι γιατί διδαχτήκαμε από την Κουβανική Επανάσταση και από τον αρχηγό το μεγάλο μάθημα που ξεπήδησε από τη δράση και τη στάση του σ’ αυτή τη μεριά της γης:
«Τι σημασία έχουν οι κίνδυνοι ή οι θυσίες ενός ανθρώπου ή ενός έθνους όταν απειλείται το μέλλον της ανθρωπότητας;»
Όλη μας η δράση είναι μια κραυγή πολέμου ενάντια στον ιμπεριαλισμό και μια παλλόμενη έκκληση για την ενότητα των λαών ενάντια στο μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου γένους: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δεν έχει σημασία πού θα μας βρει ο θάνατος: ας είναι καλοδεχούμενος, φτάνει ν΄ ακουστεί η πολεμική μας κραυγή, φτάνει ένα άλλο χέρι ν΄ απλωθεί για να πάρει το όπλο μας, φτάνει άλλοι άνθρωποι να σηκωθούν για να ψάλουν τα πένθιμα εμβατήρια με τον κρότο των πολυβόλων και με καινούργιες ιαχές πολέμου και νίκης».